ανησυχία

Greek Monolingual

η (Μ ἀνησυχία)
ταραχή, ψυχική αγωνία, φόβος
νεοελλ.
1. θόρυβος, αναραταχή
2. σωματική στενοχώρια εξαιτίας αρρώστιας
3. πληθ. έφεση για επιστημονικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις.