αγωνία

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

η (Α ἀγωνία)
ψυχική στενοχώρια ή ανησυχία, άγχος, φόβος
νεοελλ.
1. απεγνωσμένη προσπάθεια, κόπος, μόχθος
2. φρ. «επιθανάτια αγωνία», ψυχορράγημα, χαροπάλεμα
αρχ.
1. γυμναστική άσκηση
2. εξάσκηση, εκπαίδευση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών. Η λ. σημαίνει την άμιλλα για τη νίκη, αργότερα γενικά τα γυμναστικά αγωνίσματα και στον Δημοσθένη και Αριστοτέλη παίρνει πλέον την έννοια της αγωνίας, του φόβου και της ψυχικής ανησυχίας.
ΠΑΡ. αγωνιώ
αρχ.
ἀγωνιάτης
νεοελλ.
αγωνιώδης].