ανθερεών

Greek Monolingual

ἀνθερεών, ο (Α)
1. ο λαιμός
2. το πηγούνι
3. ο φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. ανθερ- < αθήρ «η άκρη του σταχιού»].