ἀνθερεών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A chin, δεξιτερῇ δ' ἄρ' ὑπ' ἀνθερεῶνος ἑλοῦσα, in token of supplication, Il.1.501; παρὰ νείατον ἀνθερεῶνα, i.e. just under the chin, 5.293, cf. Hp.Oss.18, Nic.Th.444.
2 later, neck, throat, Euph.92.1 (pl.): sg., AP9.129 (Nestor), Q.S.1.110: sg. in both senses, Ruf.Onom.47,48.
3 mouth, Nonn. D. 3.247, 25.476.
Spanish (DGE)
-ῶνος, ὁ
1 barbilla, mentón δεξιτερῇ ... ὑπ' ἀνθερεῶνος ἑλοῦσα Il.1.501, παρὰ νείατον ἀνθερεῶνα Il.5.293, cf. Hp.Oss.18, Nic.Th.444.
2 cuello, garganta μὴ ... μητρὸς ἀπ' ἀνθερεῶνας ἀμήσῃς no cortes el cuello de tu madre Euph.114.1, cf. AP 9.129 (Nestor), Q.S.1.110, Ruf.Onom.47.48, Cael.Aur.CP 3.3.20.
3 boca οἰγομένου κρουνηδὸν ... ἀνθερεῶνος Nonn.D.3.247, εὐρώεις ἀ. Nonn.D.25.476.
German (Pape)
[Seite 231] ῶνος, ὁ, das Kinn; von den mannigfachen Ableitungen ist die beste von ἀνθέω, παρὰ τὴν ἄνθησιν τῶν τριχῶν, vgl. Od. 11, 320; VLL. ὁ ὑπὸ τὸ γένειον τόπος; Hom. Iliad. 3, 372. 5, 293. 13, 388; ὑπ' ἀνθερεῶνος ἑλεῖν, unten am Kinn fassen, als Schutzflehender, Il. 1, 501; Unterkehle, Medic. Übh. Kehle, Hals, auch einer Frau, Euphor. frg. 51 bei Stob. fl. 78, 5, was die Gramm. tadeln. Nonn. für Mund, 3, 247.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
1 dessous du menton, menton ; cou, gorge;
2 bouche.
Étymologie: DELG pê rapport avec ἄνθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθερεών: ῶνος ὁ подбородок: δεξιτερῇ ὑπ᾽ ἀνθερεῶνος ἑλεῖν Hom. коснуться правой рукой (чьего-л.) подбородка (символ покорной мольбы).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθερεών: -ῶνος, ὁ, «τὸ πηγοῦνι», δηλ. τὸ μέρος ἔνθα ἀνθεῖ, φύεται δηλ. ὁ πώγων, ― «ἀνθερεών· ὁ ὑπὸ τὸ γένειον τόπος, ἀφ’ οὗ μέρους ὁ πώγων ἄρχεται» Ἡσύχ., Λατ. mentum, δεξιτερῇ δ’ ἄρ’ ὑπ’ ἀνθερεῶνος ἑλοῦσα, εἰς ἔνδειξιν ἱκεσίας, Ἰλ. Α. 501· παρὰ νείατον ἀνθερεῶνα, ὅ ἐ. ἀκριβῶς ὑπὸ τὴν κάτω σιαγόνα, Ε. 293· οὕτως, Ἱππ. 280. 1, Νικ. Θ. 444. 2) ὁ τράχηλος, ὁ λαιμός, Εὔφορ. 51, κατὰ πληθ. 3) καταχρηστικῶς τὸ στόμα, Νόνν. Δ. 3. 247 (ἴδε ἐν λ. ἄνθος καὶ πρβλ. Ὀδ. Λ. 320).
English (Autenrieth)
ῶνος: chin; to take by the chin in token of supplication, Il. 1.501.
Greek Monolingual
ἀνθερεών, ο (Α)
1. ο λαιμός
2. το πηγούνι
3. ο φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. ανθερ- < αθήρ «η άκρη του σταχιού»].
Greek Monotonic
ἀνθερεών: -ῶνος, ὁ (ἀνθέω), πηγούνι ή μέρος στο οποίο αναπτύσσονται τα γένια, Λατ. mentum, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
ἀνθέριξ See also: ἀθήρ
Middle Liddell
ἀνθέω
the chin or part on which the beard grew, Lat. mentum, Il.