φάρυγγας
Greek Monolingual
ο / φάρυγξ, -υγος και -υγγος, ΝΜΑ, και φάρυξ Α
ανατ. μυομεμβρανώδης πόρος που εκτείνεται από τη βάση του κρανίου έως το κάτω χείλος του κρικοειδούς χόνδρου, όπου συνεχίζεται με τον οισοφάγο
νεοελλ.
1. (συγκρ. ανατ.) το πρόσθιο τμήμα του πεπτικού συστήματος, όταν αυτό είναι μυώδες, όπως συμβαίνει σε αρκετές ομάδες ασπονδύλων, όπως είναι τα κνιδόζωα, τα ανθόζωα, τα κτενοφόρα, τα τροχόζωα, οι νηματώδεις, οι ολιγόχαιτοι και τα βδελλοειδή, τα εξώπρωκτα, ορισμένα μαλάκια, τα ονυχοφόρα, ορισμένα αρθρόποδα και ορισμένα εχινόδερμα, τμήμα το οποίο έχει αποκτήσει
μια πρόσθετη, αναπνευστική λειτουργία και φέρει βραγχιακές δομές σε όλα τα προχορδωτά καθώς και στα υδρόβια σπονδυλόζωα, όπως είναι οι κυκλόστομοι, τα ψάρια και οι προνύμφες τών αμφιβίων
2. ζωολ. τμήμα του πρόσθιου εντέρου τών εντόμων, που αποτελεί συνέχεια του στόματος
αρχ.
1. ο οισοφάγος, σε αντιδιαστολή προς τον λάρυγγα
2. ολόκληρος ο αναπνευστικός σωλήνας, σε αντιδιαστολή προς τον οισοφάγο («ἀλλά μὴν κεκραξόμεσθά γ' ὁπόσον ἡ φάρυγξ ἂν ἡμῶν χανδάνῃ», Αριστοφ.)
3. ο λαιμός, ο τράχηλος
4. το δέρμα που κρέμεται κάτω από τον λαιμό τών βοδιών, λωγάνιον
5. στον πληθ. οἱ φάρυγγες
τα νοσήματα του φάρυγγα
6. μτφ. λαίμαργος άνθρωπος («ὦ μιαρὰ φάρυγξ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φάρ-υξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα bhŗ- της ΙΕ ρίζας bher- «κατεργάζομαι με αιχμηρό εργαλείο, κόβω, τρυπώ, σκάβω» (πρβλ. φάρος [III], φάραγξ) και εμφανίζει επίθημα σε -u-g-, πρβλ. λατ. frumen «οισοφάγος» (< frug-smen < bhr-u-g-), αρμ. erbuc «στήθος» (< bhrug-). Στην ίδια ρίζα ανάγεται και η λ. φάραγξ, η οποία χρησιμοποιείται για τα ρήγματα, τις χαράδρες τών βουνών και γενικώς για εδαφικές κοιλότητες. Ανάλογη εξέλιξη από σημ. «φάρυγγας» σε σημ. «χαράδρα» παρατηρείται και σε τ. άλλων γλωσσών, πρβλ. λατ. fauces, γερμ. Schlund, γαλλ. gorge. Τέλος, αρχικός τ. είναι ο τ. φάρυξ, ενώ ο τ. φάρυ-γ-ξ είναι μτγν. και προήλθε αναλογικά προς το λάρυ-γ-ξ].