Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανθοποίκιλτος
Greek Monolingual
-η, -ο ο στολισμένος με άνθη, ή διακοσμημένος με παραστάσεις, απεικονίσεις λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ.<άνθος+ποικιλτός<ποικίλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδαΕφημερίς].