ανθοπόλεμος

Greek Monolingual

ο
πόλεμος με άνθη, στον οποίο οι αντίπαλοι ρίχνουν ο ένας στον άλλον λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].