ο (Α ἀνθρακίτης)νεοελλ.1. ορυκτός άνθρακας καλής ποιότητας(καίγεται χωρίς πολύ καπνό και θερμαίνει πολύ)2. ο θερμαστής του πλοίουαρχ.είδος πολύτιμου λίθου.