ορυκτός

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρυκτός, -ή, -όν) ορύσσω
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.)
2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν παρασκευάζεται με χημικές ή άλλες μεθόδους («ορυκτό άλας»)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει απολιθωθεί και διατηρείται μέσα στα πετρώματα της γης
2. το ουδ. ως ουσ. το ορυκτό βλ. ορυκτό
3. φρ. «ορυκτός πλούτος» — το σύνολο τών ορυκτών του υπεδάφους μιας χώρας
αρχ.
1. αυτός που έγινε με ανόρυξη, που συντελέστηκε με εκσκαφή («τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ἰχθύες ὀρυκτοί» — είδος ψαριών, χελιών, που ζουν κάτω από την επιφάνεια του βυθού της θάλασσας, μέσα σε αμμώδη λάσπη.