ανθρακογράφημα

Greek Monolingual

το
έργο ζωγραφικής που γίνεται με κάρβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + γράφημα. Η λ. στον πληθ. (ανθρακογραφήματα, τα) μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].