ανθυπαλλαγή

Greek Monolingual

ἀνθυπαλλαγή, η (Α)
η ανταλλαγή, η αντικατάσταση μιας πτώσης με άλλη (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο).