Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανισόψηφος
Greek Monolingual
-η, -ο αυτός που δεν έχει ισάριθμους ψήφους με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ.<άνισος+ -ψήφος<ψήφος. Η λ. στο ουδ. ανισόψηφον, το μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδαΕφημερίς].