ανομοιομορφία

Greek Monolingual

η
έλλειψη ομοιομορφίας, ανομοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανομοιόμορφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον νομικό και ιστοριοδίφη Σπ. Ζαμπέλιο].