ανομοιόμορφος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που διαφέρει στη μορφή ή στο σχήμα από κάποιον άλλο
2. αυτός που αποτελείται από μέρη που διαφέρουν μεταξύ τους κατά τη μορφή
3. αυτός που δεν έχει την ίδια πάντοτε μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανόμοιος + -μορφος < μορφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1870].