Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανοσία
Greek Monolingual
η (Α ἀνοσία) το να μην πάσχει κανείς από κάποια νόσο, το να έχει υγεία νεοελλ. η ικανότητα του οργανισμού να αντιστέκεται ή να ξεπερνά μια μικροβιακή ή παρασιτική εισβολή.