αντιδραστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αντιδρά σε ορισμένη ενέργεια
2. αυτός που αντιδρά σε κάθε αλλαγή και εξέλιξη πολιτική, κοινωνική κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιδρώ. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836)].