αντικοινωνικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο αντίθετος προς την κοινωνία και τους κοινωνικούς θεσμούς
2. αυτός που παραβιάζει την κοινωνική ησυχία και τάξη
3. ακοινώνητος, ασυγχρώτιστος με τους άλλους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + κοινωνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή (πρβλ. αγγλ. antisocial
γαλλ. antisocial
γερμ. Asozial)].