(AM ἀντιλάμπω)ανακλώ τη λάμψη, αντιφεγγίζωαρχ.-μσν.συναγωνίζομαι στη λάμψη με κάποιοναρχ.1. ρίχνω το φως μου στο πρόσωπο κάποιου2. θαμπώνω, ζαλίζω κάποιον3. κάνω σήματα, αναγγέλλω κάτι με πυρσούς.