αντιλάμπω

Greek Monolingual

(AM ἀντιλάμπω)
ανακλώ τη λάμψη, αντιφεγγίζω
αρχ.-μσν.
συναγωνίζομαι στη λάμψη με κάποιον
αρχ.
1. ρίχνω το φως μου στο πρόσωπο κάποιου
2. θαμπώνω, ζαλίζω κάποιον
3. κάνω σήματα, αναγγέλλω κάτι με πυρσούς.