αντιμετωπίζω
Greek Monolingual
(Μ ἀντιμετωπῶ, -έω)
στέκομαι αντιμέτωπος, αποκρούω κάποιον
νεοελλ.
1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα
2. υπομένω θαρραλέα ή καρτερικά μια δύσκολη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμέτωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].