αντιναύαρχος

Greek Monolingual

ο
ανώτατος βαθμός στο πολεμικό ναυτικό, αντίστοιχος με τον αντιστράτηγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. «αντί + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες ως απόδοση του γαλλ. viceamiral].