αντιπερισπώ

Greek Monolingual

ἀντιπερισπῶ (-άω) (Α)
1. αναγκάζω τον εχθρό να κάνει κίνηση αντίθετη από αυτήν που σκόπευε
2. αποσπώ αλλού την προσοχή του εχθρού, ενεργώ αντιπερισπασμό.