αντιπροτείνω

Greek Monolingual

ἀντιπροτείνω)
νεοελλ.
κάνω αντιπρόταση
αρχ.
απλώνω κι εγώ το χέρι για να χαιρετήσω ή να παρακαλέσω κάποιον.