αντιτέμνω

Greek Monolingual

ἀντιτέμνω (Α)
φρ. κόβω βότανα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ασθενειών («Φοῖβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῖσι»).