Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αντλία
Greek Monolingual
η (Α ἀντλία) άντλος νεοελλ. συσκευή, που χρησιμοποιεί μηχανικόέργο για να μεταφέρει, να ανυψώσει ή να συμπιέσει ρευστά αρχ. 1.αμπάρι πλοίου 2. το ακάθαρτο νερό που συγκεντρώνεται στο εσωτερικό του πλοίου.