ἀντλία

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντλία Medium diacritics: ἀντλία Low diacritics: αντλία Capitals: ΑΝΤΛΙΑ
Transliteration A: antlía Transliteration B: antlia Transliteration C: antlia Beta Code: a)ntli/a

English (LSJ)

ἡ,
A = ἄντλος, i.e.,
1 hold of a ship, S.Ph.482; τὴν ἀντλίαν φυλάξω Ar.Eq.434; δεῖπνον.. ἐξ ἀντλίας ἥκοντα, i.e. the coarse food used by seamen, Dionys.Com.2.41.
2 bilgewater, filth, Ar.Pax17.
3 reservoir, BGU1120.26 (i B.C.), PRyl.92.5 (ii/iii A.D.).
4 = καδίσκος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 sentina ἐμβαλοῦ μ' ... εἰς ἀντλίαν S.Ph.482, τὴν ἀντλίαν φυλάξω Ar.Eq.434, οὐ γὰρ ἔθ' οἷός τ' εἴμ' ὑπερέχειν τῆς ἀντλίας Ar.Pax 17, cf. 18, Dionys.Com.2.41, Arist.HA 534a28.
2 noria, BGU 1120.26 (I a.C.), PRyl.92.5 (II/III d.C.)
potro de tortura, Mart.9.18, Suet.Tib.51.
3 achicador, EM 114.16G., AB 203, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sentine de navire.
Étymologie: ἄντλος.

German (Pape)

ἡ, (das Ausschöpfen) das im untern Schiffsraume angesammelte, stinkende Meerwasser, sentina; ἐξ ἀντλίας ἥκειν Dionys. com. Ath. IX.405b (v. 41); überhaupt Schlamm, Kot, Ar. Ran. 17; – der untere Schiffsraum selbst, Soph. Phil. 480, neben πρώρα und πρύμνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀντλία:
1 трюм корабля Soph., Arph.;
2 трюмная вода, корабельные нечистоты Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντλία: ἡ, = ἄντλος, ὅ ἐ. 1) τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεώς, κοιν. «ἀμπάρι», ἐμβαλοῦ μ’ ὅπῃ θέλεις ἄγων, εἰς ἀντλίαν, εἰς πρῷραν, κλπ. Σοφ. Φ. 482· τὴν ἀντλίαν φυλάξω Ἀριστοφ. Ἱππ. 434· ἐξ ἀντλίας ἥκοντα Διονύσ. Κωμ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 41. 2) τὸ εἰς τὸν πυθμένα τοῦ πλοίου συναγόμενον θαλάσσιον ὕδωρ, «σεντίνα», ῥύπος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 17.

Greek Monolingual

η (Α ἀντλία) άντλος
νεοελλ.
συσκευή, που χρησιμοποιεί μηχανικό έργο για να μεταφέρει, να ανυψώσει ή να συμπιέσει ρευστά
αρχ.
1. αμπάρι πλοίου
2. το ακάθαρτο νερό που συγκεντρώνεται στο εσωτερικό του πλοίου.

Greek Monotonic

ἀντλία: ἡ,
1. = ἄντλος, το κοίλο του πλοίου, σε Σοφ., Αριστοφ.
2. βρωμόνερα, «σεντίνα», σε Αριστοφ.

Middle Liddell

1. the hold of a ship, Soph., Ar.
2. bilge-water, filth, Ar.

English (Woodhouse)

hold of a ship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)