Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αντρίκιος
Greek Monolingual
-α, -ο 1. αυτός που ανήκει ή που αρμόζει σε άντρα, που χαρακτηρίζει τον άντρα («αντρίκια φωνή», «αντρίκιες δουλειές») 2.ανδρείος, γενναίος («αντρίκια λόγια», «αντρίκιο φέρσιμο»).