αντρίκιος

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή που αρμόζει σε άντρα, που χαρακτηρίζει τον άντρα («αντρίκια φωνή», «αντρίκιες δουλειές»)
2. ανδρείος, γενναίος («αντρίκια λόγια», «αντρίκιο φέρσιμο»).