ανδρείος
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
Greek Monolingual
-α, -ο (ΜΑ ἀνδρεῖος, -εία, -ον)
γενναίος, θαρραλέος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν)
βοτ. ο ανδρώνας του άνθους
αρχ.
1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός
2. ισχυρογνώμων
3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος
4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η ανδρεία
β) πληθ. τὰ ἀνδρεῖα
συσσίτια τών Κρητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -είος < -ηF-ιος, με σίγηση του δίγαμμα (F) και βράχυνση (πρβλ. ιων. ανδρήιος).
ΠΑΡ. ανδρειώνω (-όω), αρχ. ανδρειότης, μσν.-νεοελλ. ανδρειοσύνη, νεοελλ. ανδρειεύω].