Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
το, Ν1. μεταφορά2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρσιμο)].