φέρσιμο

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μεταφορά
2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρσιμο)].