Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αντωνυμία
Greek Monolingual
η (AM ἀντωνυμία) κλιτό μέρος του λόγου, κλιτή λέξη χρησιμοποιούμενη αντί ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ.<αντ(ι)- + -ωνυμία< -ώνυμος<όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. επωνυμίαμετωνυμίακ.ά.)].