Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανυπόμονος
Greek Monolingual
-η, -ο αυτός που δεν έχει υπομονή, που δεν περιμένει κάτι με ηρεμία, βιαστικός, ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ.<αν- στερ.+υπομονή. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό της Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζάντιου].