ἀνυστός, -όν (Α) ανύω1. κατορθωτός2. επιτρεπόμενος3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» — κατά το δυνατόν4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος.