ανύω

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α)
1. εκτελώ, φέρνω σ' ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ' ἔργον», Όμηρος
«οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος)
2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει
3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζωἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» — αφού σ' εξαφάνισε η φωτιά, Όμηρος)
4. διανύω, διατρέχω («πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν» — έκανε πολύ δρόμο, διέτρεξε μεγάλη απόσταση, Αισχύλος)
5. προμηθεύομαι
ἀνύω γαστρὶ φορβάν» — προμηθεύομαι τρόφιμα, εξασφαλίζω την τροφή μου, Σοφοκλής)
6. παθ. φθάνω στο τέλος, τελειώνω
χρόνος ἄνυτο», Θεόκριτος)
7. παθ. μεγαλώνω, αυξάνομαι
8. κάνω κάτι γρήγορα, χωρίς αργοπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. sn-nu, ΙΕ. ρίζα sen -. Ο αθέματος ενεστώς άνυμι, του οποίου οι τύποι είναι σπάνιοι, συνδέεται με το αρχ. ινδ. sanoti «κατορθώνω, επιτυγχάνω» και με το χεττ. šah-zi «ψάχνει, επιδιώκει». Ο αττ. ενεστ. ἀνύτω ή ἁνύτω προήλθε από οδοντική παρέκταση. Με το ρ. ανύω σχετίζεται και το β' συνθετικό έντης «αυτός που αποτελειώνει, που πραγματοποιεί κάτι» της λ. αυθέντης.
ΠΑΡ. άνυσμα
αρχ.
άνυσις, ανυστός.
ΣΥΝΘ. (α' συνθ.) αρχ. ανυσίεργος
(β' συνθ.) διανύω
αρχ.
απανύω, διεξανύω, εξανύω, επανύω, καθανύω, προδιανύω, συνανύω, συνεξανύω.