αξίνα

Greek Monolingual

η (Α ἀξίνη)
νεοελλ.
εργαλείο για σκάψιμο
αρχ.
1. κεφαλή τσεκουριού
2. πολεμικός πέλεκυς
3. τσεκούρι για κόψιμο ή σχίσιμο ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος και παλαιό όνομα όπλου
συνδέεται πιθ. με το λατ. ascia (< acsia) καθώς και με γερμ. λέξεις που σήμαιναν την αξίνα, όπως τα (αρχ. γερμ.) ackus, (νεο -γερμ.) axt, γοτθ. aqizi. Η λ. θεωρείται δάνειο από τις αρχ. γλώσσες των μεσογειακών λαών στις οποίες οφείλει την προέλευση του το ΙΕ. μόρφημα -inā -, που μετέχει στον σχηματισμό θηλυκών ονομάτων].