μόρφημα

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

το
γλωσσ. ελάχιστη, με την έννοια ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε άλλη μικρότερη, μονάδα του λόγου που είναι φορέας μιας σημασίας
ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική μορφή, δηλαδή μπορεί να προκύψει μετά από διάσπαση της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morpheme (< μορφή) + -eme (< -ημα) «μονάδα» (πρβλ. φώνημα, λέξημα, γράφημα κ.ά.)].