αξιόποινος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιόποινος, -ον)
αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο κολάσιμος
αρχ.
εκείνος που επιβάλλει την τιμωρία που πρέπει.
-η, -ο (Α ἀξιόποινος, -ον)
αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο κολάσιμος
αρχ.
εκείνος που επιβάλλει την τιμωρία που πρέπει.