-η, -ο (AM ἀοίδιμος, -ον) αοιδήάξιος να τραγουδιέται, αξέχαστος, αείμνηστοςαρχ.1. θαυμάσιος, περίφημος, ονομαστός για κάτι2. διαβόητος, κακόφημος.