αείμνηστος
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
Greek Monolingual
-η, -ο και -ος, -ο (AM ἀείμνηστος, -ον)
ο άξιος διαρκούς μνείας, αξέχαστος, αλησμόνητος («έργον αείμνηστον»)
(στα Εκκλ. και νεοελλ.) «ο αείμνηστος Χ», χρησιμοποιείται κατ’ ευφημισμό, όταν αναφέρονται ονόματα αποθανόντων (πρβλ. ο μακαρίτης).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + μνηστὸς < μνῶμαι].