ονομαστός
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) ονομάζω
αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνομαστά
ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.