αοσσώ

Greek Monolingual

ἀοσσῶ (-έω) (Α)
βοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί παράγωγο ρήματος ή ονόματος οπότε προέρχεται από άοσσος (< ΙΕ. sm -soqw -ịos < sm -soqwieiō) που συνδέεται με τα ρ. έπομαι, λατ. sequor (πρβλ. επέτης, λατ. socius)].