έπομαι

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

(AM ἕπομαι)
1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ.
β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται
προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα
3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, -η, -ο
αυτός που ακολουθεί
4. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ ἑπομένη (ημέρα)
η επαύριον
5. φρ. «είναι επόμενο» — είναι φυσικό, λογικό
αρχ.
1. συνοδεύω κάποιον τιμητικά («θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἕποντο», Ομ. Ιλ.)
2. συνοδεύω κάποιον ως υπερασπιστής («εἰ δή τοι νέῳ ὧδε θεοὶ πομπῆες ἕπονται», Ομ. Οδ.)
3. καταδιώκω («οἱ πελτασταὶ εἵποντο διώκοντες», Ξεν.)
4. μπορώ να συμβαδίζω, δεν μένω πίσω («ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπεθ’ ἵπποις ἀθανάτοισι», Ομ. Ιλ.)
5. (για μέλη ή δύναμη ανθρώπου) δεν υστερώ («γνοίης χ’ οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται», Ομ. Οδ.)
6. εννοῶ, καταλαβαίνω («οὐχ ἕσπου τοῖς λεχθεῖσιν», Πλάτ.)
7. (για πράγμ.) παρακολουθώ κίνηση άλλου («τρυφάλεια ἅμ’ ἕσπετο χειρὶ παχείῃ», Ομ. Ιλ.)
8. (για προίκα) αυτή που παίρνει η νύφηὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι», Ομ. Οδ.)
9. είμαι στενά δεμένος, ακολουθώ («πειθὼ δ’ ἕποιτο καὶ τύχη πρακτήριος», Αισχύλ.)
10. ακολουθώ τα ίχνη, ανιχνεύω («κἂν λειφθῆτε, τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσθαι», Ξεν.)
11. πείθομαι, υπακούω («χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι», Θουκ.)
12. πλησιάζω («ἀλλ’ ἕπεο προτέρω, ἵνα τοι πὰρ ξείνια»)
13. (για χρόνο) ακολουθώ σε χρόνο ή τάξη («oἱ πρόσθεν παρέδοσαν ἡμῖν τοῖς ἑπομένοις ἑκείνοις», Πλάτ.)
14. συμφωνώ, ταιριάζω («πιλίδιά τε περὶ τὴν κεφαλὴν περιτιθεὶς καὶ τὰ τούτοις ἑπόμενα», Πλάτ.)
15. (για λόγο) αρμόζω («ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις», Πίνδ.)
16. αποδέχομαι την πρόσκληση («ὡς δὲ πάνυ ἀχθόμενος φανερὸς ἧν, εἰ μὴ ἕποιντο, συνηκολούθησαν», Ξεν.).
επίρρ...
επομένως (AM ἑπομένως)
καθώς συνάγεται, όπως εξάγεται ως συμπέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < hέπομαι < σέπομαι, από ΙΕ ρίζα sekw- «ακολουθώ, έπομαι». Ο τ. έπομαι είναι αρχ. θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί απολύτως προς λατ. sequor «ακολουθώ», αρχ. ινδ. sacate «ἐπεται», αβεστ. hačaite. Ο αόρ. β’ εσπόμην, που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο, δασύνεται αναλογικά προς τον ενεστώτα και τον παρατατικό του ρήματος. Μοναδικό παράγωγο της λ. είναι ο τ. επέτης «συνοδός», που εμφανίζει την απαθή βαθμίδα και απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή e-qe-ta, ενώ την ετεροιωμένη βαθμίδα της αρχικής ρίζας εμφανίζουν οι τ. αοσσώ, οπάων].