απαρύω

Greek Monolingual

ἀπαρύω κ. ἀπαρύτω (Α) [[[αρύω]] (-τω)]
1. αποσύρω, αφαιρώ
2. μτφ. α) αφαιρώ τη δύναμη κάποιου
β) εξαντλώ.