απειροπόλεμος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπειροπόλεμος, -ον)
χωρίς πολεμική πείρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειροπόλεμον
η έλλειψη πολεμικής πείρας.
-η, -ο (AM ἀπειροπόλεμος, -ον)
χωρίς πολεμική πείρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειροπόλεμον
η έλλειψη πολεμικής πείρας.