Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
απελπιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που προκαλεί απελπισία, που δεν δικαιολογεί καμιάελπίδα («η κατάσταση του είναι απελπιστική»)· [ΕΤΥΜΟΛ.<απελπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel].