απλοελληνικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που εκφράζεται στην απλή, καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα
2. το θηλ. ως ουσ. η απλοελληνική (ενν. γλώσσα)
η δημοτική, η γλώσσα της καθημερινής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απλούς + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Γ. Βενδώτη και αναφέρεται στις λ. «γλώσσα, διαλεκτός, ιδίωμα»].