απλοϊκός

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἁπλοϊκός, -ή, -όν)
απλός στους τρόπους, φυσικός, ανεπιτήδευτος -
νεοελλ.
αφελής, υπερβολικά αγαθός.