ἁπλοϊκός
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
ἁπλοϊκή, ἁπλοϊκόν, simple, natural, plain, Phint. ap. Stob.4.23.61a, Luc.Tim.56, A.D.Synt.200.18, Hermog.Id.2.9, Demetr.Eloc.244, etc.: Comp. ἁπλοϊκώτερος Simp.in Ph.337.11: Sup. ἁπλοϊκώτατος Philostr. VS2.9.2, Luc.Alex.4. Adv. ἁπλοϊκῶς D.H.Dem.45.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [compar. -ώτερος Simp.in Ph.337.11, Basil.M.31.680D, sup. -ώτατος Philostr.VS 582, Luc.Alex.4]
1 sencillo, natural de pers. δεῖ (τὴν γυναῖκα) ἦμεν ... ἁπλοϊκάν Phint.p.37, ἀνήρ Luc.Tim.56, cf. Philostr.l.c., Luc.Alex.4
•de abstr. τρόπος Luc.Am.9, σχῆμα A.D.Synt.200.18, del estilo, Demetr.Eloc.244, λόγος Hermog.Id.2.9 (p.376).
2 adv. -ῶς simplemente, naturalmente D.H.Dem.45, Thdt.M.82.1337D
•ἁπλοϊκώτερον de forma más sencilla ἀκουστέον Simp.l.c., cf. Basil.l.c.
German (Pape)
[Seite 293] einfach, schlicht, Sp., bes. Luc., z. B. Tim. 56; τὸν τρόπον Amor. 9; ἁπλοϊκώτατος καὶ ἀφελέστατος Alex. 4. – Adv. ἁπλοϊκῶς, einfach, aufrichtig.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
simple, naïf.
Étymologie: ἁπλόος.
Russian (Dvoretsky)
ἁπλοϊκός: простой, бесхитростный, прямой Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλοϊκός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς ἁπλοῦν, φυσικός, φανερός, σαφής, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 54, Λουκ. Τίμ. 56, κτλ.: ― Ὑπερθ. -ώτατος Φιλόστρ. 582, Λουκ. Ἀλέξ. 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς Διον. Ἀλ. περὶ Δημ. 45.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α ἁπλοϊκός, -ή, -όν)
απλός στους τρόπους, φυσικός, ανεπιτήδευτος -
νεοελλ.
αφελής, υπερβολικά αγαθός.