αποδοκιμασία

Greek Monolingual

η (AM ἀποδοκιμασία)
επίκριση, απόρριψη μετά από έλεγχο
νεοελλ.
το να εκφράζει κάποιος την απαρέσκεια του με φωνές, χειρονομίες και άλλες εκδηλώσεις.