Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αποδότης
Greek Monolingual
ο (Μ ἀποδότης) νεοελλ. 1. ο εργάτης που μεταφέρει λάσπη στους χτίστες 2. γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το φόρτωμα σταριού, σανού κ.λπ. μσν. αυτός που ανταποδίδει κάτι σε κάποιον.