αποζημιώνω

Greek Monolingual

1. πληρώνω αποζημίωση
2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα
3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ (-όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].