ζημιώνω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
και ζημιώ (AM ζημιῶ, -όω, Μ και ζημιώνω) ζημία
1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῖ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση»)
2. ελαττώνω («δεν ζημιώνουν την αϋλότητα της σκηνής», Παπαντ.)
3. μέσ. ζημιώνομαι και ζημιούμαι
χάνω κάποιον, στερούμαι κάποιον
νεοελλ.-μσν.
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ζημιωμένος, -η, -ο
αυτός που έχει απώλειες, ο χαμένος
μσν.-αρχ.
επιβάλλω σε κάποιον χρηματική ποινή, πρόστιμο, τιμωρώ.